Tο DNA είναι από τα πρώτα κυτταρικά συστατικά που βλάπτονται και η ελλιπής αποκατάσταση των βλαβών που υφίσταται ευθύνεται για την εμφάνιση κάποιων μορφών καρκίνου του δέρματος τα επόμενα χρόνια της ζωής
Γράφει ο Γεώργιος Γαϊτάνης, Επίκουρος Καθηγητής, Κλινική Δερματικών και Αφροδισίων Νόσων Ιατρική Σχολή Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Τα ηλιακά εγκαύματα οφείλονται στην απορρόφηση της ενέργειας της ηλιακής ακτινοβολίας από τα στοιχεία του δέρματος. Το υπεριώδες φάσμα της ηλιακής ακτινοβολίας είναι αυτό που ευθύνεται για την πρόκληση των εγκαυμάτων και χωρίζεται ανάλογα με το μήκος κύματος σε UVC, UVB και UVA.
Το UVC τμήμα της ηλιακής ακτινοβολίας απορροφάται από το όζον της στρατόσφαιρας και δεν φθάνει στην επιφάνεια της γης, ενώ το UVB φάσμα είναι αυτό που πρακτικά προκαλεί τα ηλιακά εγκαύματα. Το UVA αν και θεωρείται λιγότερο επιβλαβές και χρησιμοποιείται στις τεχνητές λάμπες μαυρίσματος (solarium) μπορεί και αυτό να προκαλέσει εγκαύματα, εφόσον το άτομο εκτεθεί σε σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες ενέργειας.
Για να γίνει κατανοητή η διαφορά τους, είναι ενδεικτικό ότι χρειάζεται 1.000 φορές περισσότερη ακτινοβολία UVA για να μεταφέρει την ίδια ποσότητα ενέργειας στο δέρμα και να προκαλέσει έγκαυμα σε σχέση με τη UVB. Από την άλλη βέβαια, στην επιφάνεια της γης και ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες υπάρχει 50-100 φορές περισσότερη UVA ακτινοβολία σε σχέση με τη UVB. Η UVB ακτινοβολία απορροφάται από την επιδερμίδα, δηλαδή τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος, ενώ η UVA διεισδύει βαθύτερα και απορροφάται στο χόριο. Το DNA είναι από τα πρώτα κυτταρικά συστατικά που βλάπτονται και η ελλιπής αποκατάσταση των βλαβών που υφίσταται ευθύνεται για την εμφάνιση κάποιων μορφών καρκίνου του δέρματος τα επόμενα χρόνια της ζωής.
Τα παιδιά ηλικίας μικρότερης των 10 ετών έχουν μειωμένη ικανότητα επιδιόρθωσης του βλαμμένου από την ηλιακή ακτινοβολία DNA και για αυτό είναι περισσότερο ευάλωτα σε αυτή τη διαδικασία.
Στην καθημερινή ζωή βέβαια, τα άμεσα συμπτώματα του ηλιακού εγκαύματος είναι αυτά που ανησυχούν τον καθένα μας. Αυτά προκαλούνται από την ενεργοποίηση μηχανισμών φλεγμονής στην πάσχουσα περιοχή και συνίστανται στην εμφάνιση τοπικού ερυθήματος (κοκκινίλας), πόνου, αίσθησης θερμότητας και στις βαρύτερες περιπτώσεις οιδήματος και πομφολύγων (μεγάλων φυσαλίδων).
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το προηγούμενο μαύρισμα δεν μας καθιστά άτρωτους στην ηλιακή ακτινοβολία καθώς προσφέρει προστασία που αντιστοιχεί σε δείκτη ηλιακής προστασίας – το γνωστό SPF των αντηλιακών – στην καλύτερη περίπτωση 3-5.
Επίσης, το μαύρισμα που προέρχεται από τεχνητές πηγές UVA δεν προσφέρει ιδιαίτερη προστασία από τη UVB ακτινοβολία, ενώ πλέον είναι σαφής η τοποθέτηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την αύξηση της πιθανότητας καρκινογένεσης από αυτές τις πηγές ενέργειας.
Η πρόληψη του ηλιακού εγκαύματος δεν είναι τίποτα άλλο από την αποφυγή της ηλιακής ακτινοβολίας. Κατά αυτόν τον τρόπο η έκθεση στον ήλιο θα πρέπει να αποφεύγεται κατά τις ώρες υψηλής ηλιακής ακτινοβολίας (10πμ με 4μμ), ενώ αν είναι αναπόφευκτη ή επιθυμητή θα πρέπει να γίνεται είτε φορώντας πλατύγυρο καπέλο και ρούχα με πυκνή ύφανση, είτε με αντηλιακό που προσφέρει προστασία τόσο στο φάσμα της UVB όσο και στο φάσμα της UVA ακτινοβολίας.
Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια όλα τα αντιηλιακά περιέχουν και UVA φίλτρα τα οποία είναι και φωτοσταθερά, δηλαδή δεν διασπώνται από την ηλιακή ακτινοβολία, έτσι ώστε να αποφεύγονται τυχόν ανεπιθύμητες φώτο-αλλεργικές αντιδράσεις.
Άτομα που λαμβάνουν φάρμακα από το στόμα ή που εφαρμόζονται τοπικά θα πρέπει να συμμορφώνονται με τις οδηγίες του ιατρού τους, καθώς πολλά σκευάσματα προκαλούν φωτοευασθησία, δηλαδή αυξημένη ευπάθεια στις οξείες βλαπτικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας.
Με συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων τα ηλιακά εγκαύματα μπορούν να είναι εξαιρετικά βαρειά ανεξάρτητα από το χρώμα του δέρματος του ασθενούς. Αν παρά τις προφυλάξεις συμβεί ηλιακό έγκαυμα η αντιμετώπισή του είναι συμπτωματική και πρέπει να αρχίζει με την εμφάνιση των πρώτων σημείων. Η άμεση περιποίηση της περιοχής που έχει το ηλιακό έγκαυμα είναι η εφαρμογή δροσερών επιθεμάτων τοπικά, είτε με μια βρεγμένη πετσέτα, είτε με επιθέματα με χαμομήλι, δηλαδή κομπρέσες με σκοπό να περιορίσουμε την αυξημένη θερμοκρασία της περιοχής.
Αντενδείκνυται να εφαρμόσουμε πάγο στην περιοχή. Επίσης απαγορεύεται αυστηρά να τοποθετήσουμε πάνω στην περιοχή που έχει υποστεί το έγκαυμα, αντιηλιακό ή καλλυντικά για την περιποίηση του δέρματος. Ένας απλός τρόπος αντιμετώπισης βαρύτερων μορφών με ενοχλητικό τοπικό πόνο και φλεγμονή είναι η τοποθέτηση διαλυμένης ασπιρίνης στην πάσχουσα περιοχή ή η χορήγησή της από το στόμα.
Αυτή ωστόσο θα πρέπει να γίνεται τις πρώτες ώρες μετά το έγκαυμα γιατί με αυτό τον τρόπο αναστέλλεται ο μηχανισμός πρόκλησης φλεγμονής που στην περίπτωση του ηλιακού εγκαύματος γίνεται ορατός ως ερύθημα (κοκκινίλα) και πόνος.
Βαρύτερες μορφές εγκαύματος μπορούν να εμφανισθούν ως πομφόλυγες (φυσαλίδες-‘φουσκάλες’) που περιέχουν ορό. Στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται να τις σπάσουμε, αλλά μπορούμε να περιμένουμε μέχρι από μόνες τους να ραγούν.
Στη συνέχεια τις περιποιούμαστε με τοπικά αντισηπτικά (π.χ, κρέμα φουσιδικού οξέος). Σε πολύ βαριές περιπτώσεις με εκτεταμένες βλάβες μπορεί να χρειασθεί αναπλήρωση υγρών ή η αντιμετώπιση του πάσχοντα σε μονάδα εγκαυμάτων.
Αφήστε ένα σχόλιο